Όλυμπος
Θεών έδος, και Μακεδονικόν όρος, μετεωρότατον
Στο πλαίσιο θεοποίησης της φύσης, ύψιστος θεός των ελληνόφωνων λαών έγινε ο Ζευς, ο εκφραστής των υπερφυσικών δυνάμεων του ουρανού. Δεν στέγασε τυχαία τον ίδιο και την οικογένεια του ο Ολυμπος, όρος πυρίπνοο στην παραφορά του, που αμέσως μετά μπορεί να είναι μειλίχιο, ακόμη και χαριτωμένο. Αν άνθρωποι που πίστευαν σε έναν τέτοιο θεό έζησαν κοντά σε έναν τέτοιο βουνό, ήταν μοιραίο να το θεωρούν κατοικία του.
Το ορεώνυμο συναντάται σε μία ευρύτατη περιφέρεια εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου και αφορά βουνά εντυπωσιακά αλλά και υψώματα χαμηλότερα. Δευτερεύουσα είναι η χρήση του σε τοπωνύμια όπως της Ολυμπίας, τόπο λατρείας του Ολυμπίου Διός, θεού των καιρικών φαινομένων και κατεξοχήν θεού του Ολύμπου. Η καταγωγή και η ερμηνεία του είναι ασαφείς, παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν ήδη από την αρχαιότητα, οπότε και προτάθηκε η ετυμολογία από τη λέξη «ολολαμπής». Στη φιλοσοφική γραμματεία απέκτησε τη σημασία «ουρανός».

Ασημένιο ειδώλιο Ύστερης Εποχής Χαλκού στο Asmolean Museum, από την Καλλιπεύκη του Θεσσαλικού Ολύμπου. Εισήχθη ίσως από την Ανατολή και αποκτά ιδιαίτερη σημασία χάρη στην προέλευσή του από τον Όλυμπο
Από όλους τους οπτικούς άξονες και σε μεγάλη ακτίνα, ο Όλυμπος σφραγίζει τη Μακεδονική Πιερία και την Θεσσαλική Περραιβία ως το κυρίαρχο στοιχείο του φυσικού, ιστορικού και πολιτιστικού τους περιβάλλοντος. Άπειρα είναι τα ορεινά μονοπάτια που συνδέουν τις δύο πανάρχαιες ελληνικές επικράτειες. Τα μεγαλύτερα περάσματα είναι των Τεμπών ανάμεσα στον Κάτω Όλυμπο και την Όσσα, των Λειβήθρων ανάμεσα στον Άνω και τον Κάτω Όλυμπο και της Πέτρας ανάμεσα στον Άνω Όλυμπο και τον Τίταρο.

Ο Προφήτης Ηλίας, μία από τις υψηλές κορυφές του Ολύμπου (2.788), την οποία στα νεώτερα χρόνια θεωρούσαν ως «ρίον» του Ολύμπου. Στην κορυφαία απόληξη, το ομώνυμο εκκλησάκι της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου. Χαλκογραφία του 1808 αναφέρει πως, όπως και το εκκλησάκι στην κορυφή της Μεταμόρφωσης, κτίσθηκε σε θέση με προϋπάρχουσες αρχαιότητες

Λεπτομέρεια χαλκογραφίας (πηγή η Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου). Aναφέρει πως τα εκκλησάκια στις κορυφές Προφήτη Ηλία και Μεταμόρφωσης κτίσθηκαν σε θέσεις με προϋπάρχουσες αρχαιότητες

Στον ορεινό όγκο, και μάλιστα στο υψόμετρο των 2.817μ., στην κορυφή Άγιος Αντώνιος, ήταν γνωστό ιερό του Διός. Εκεί, το 1961, κατά τις εργασίες θεμελίωσης μετεωρολογικού σταθμού από το ΑΠΘ εντοπίστηκαν αρχαιότητες. Μέρος από τα ευρήματα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου. Θρησκευτικές λειτουργίες σε κορυφή του Μακεδονικού Ολύμπου αναφέρονται από την αρχαιότητα
Το γεωγραφικό πλάτος και η άμεση επαφή των αλπικών κορυφών με το Αιγαίο, του χαρίζουν τη Μεσογειακή εκείνη ηπιότητα που τον διαφοροποιεί από άλλα αλπικά τοπία. Όμως, οι αλλεπάλληλες σκοτεινές χαραδρώσεις, οι ορθοπλαγιές και ο πολύκορφος αλπικός πυρήνας δίπλα στο ανήσυχο Αιγαίο δημιουργούν τα μετεωρολογικά εκείνα φαινόμενα που συνθλίβουν την ανθρώπινη υπεροψία και προκαλούν τρόμο, δέος και φαντασία, εκείνα δηλαδή τα βιώματα που θα συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου του. Έτσι, ο Όλυμπος μεταμορφώθηκε σε σύμβολο που η ακτινοβολία του διαδόθηκε με τον πολιτισμό της αρχαιότητας.
Εκτός από το Δωδεκάθεο, σημαντικοί είναι οι μύθοι για τις Μούσες και τον γιο της επιφανέστερης, τον Ορφέα. «Ολυμπιάδες» και «Ολύμπια δώματα έχουσαι», οι Μούσες γεννήθηκαν από τον Δία και τη Μνημοσύνη στον Πιερικό-Μακεδονικό Ολυμπο, για να μη λησμονούν οι άνθρωποι τη θεία δημιουργία και το αθάνατο μεγαλείο της. Ο χαρισματικός γιος της Μούσας γεννήθηκε και τάφηκε στα Λείβηθρα, αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν αργότερα στο Δίον, περιοχή όπου είχε δολοφονηθεί από Πιερίδες γυναίκες.
Το ορεινό συγκρότημα του Ολύμπου αποτελείται από τον τραχύ, τον υπεροπτικό Άνω Όλυμπο βόρεια και τον Κάτω Όλυμπο νότια, ένα χαμηλό όρος, με βελούδινα δάση και ήπιες κλίσεις. «Συμφυής» στον Άνω Ολυμπο ΒΔ είναι ο Τίταρος, ενώ ακόμη βορειότερα εκτείνονται τα όρη με το νεότερο όνομα Πιέρια. Κύριος και κατεξοχήν Όλυμπος είναι ο Άνω Όλυμπος: «νιφόεις» ή «αγάννιφος», που παγιδεύει τα σύννεφα στις «πύλες» των ορεινών του χασμάτων, που απαστράπτει ως πολύτιμος λίθος τις φωτεινές χειμωνιάτικες μέρες, και που γίνεται σχεδόν αόρατος πίσω από το λεπτό φόρεμα της θερινής του υγρασίας.
Είναι ένα νεαρό όρος που ψηλώνει ακόμη, με κλίσεις που αυξάνονται και ποταμοχειμάρρους που επιταχύνονται, λόγω της συνεχούς ανύψωσης/βύθισης του ορεινού όγκου στη λεκάνη του Θερμαϊκού. Υψώνεται απότομα σε πεταλόσχημο πολύκορφο σχηματισμό δίπλα σε ομαλούς πρόποδες, απόκρημνος και κατατεμαχισμένος, με εκτεταμένες κορυφογραμμές, πύργους, ρωγμές και συντρίμια. Πολυσχιδής, αλλά συνοπτικά συμπαγής, αποτελείται από ασβεστόλιθους διαφόρων γεωλογικών εποχών, που αποσαθρώνονται σε απότομες σάρες και δημιουργούν το μεγαλόπρεπο τοπίο του, αποτέλεσμα διάβρωσης και γαιοκατακρημνίσεων λόγω του γεωλογικού του χαρακτήρα και των έντονων μετεωρολογικών φαινομένων. Η άμεση επαφή με τη θάλασσα, ο ποικίλος προσανατολισμός και οι πολύπτυχοι, πολύκορφοι όγκοι δημιουργούν την αέναη ποικιλία μικροκλιμάτων και την αναρχία των ζωνών βλάστησης που χαρακτηρίζουν τον Όλυμπο. Τα χαμηλά του υψόμετρα καλύπτονται με αείφυλλα πλατύφυλλα (πουρνάρια, κουμαριές, αριές, ρείκια, κέδροι, κουτσουπιές, παλιούρια κ.λπ.) και στις περιοχες των ρεμάτων με πλατανεώνες και υδρόφιλα. Ψηλότερα είναι οι ζώνες δρυός, οξιάς, ελάτης και μαύρης πεύκης. Πάνω από τα 1.400-1.500 μ. είναι η ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων, όπου κυριαρχεί το ρόμπολο, δηλαδή η Λευκόδερμη Πεύκη. Μετά τη ζώνη του ρόμπολου και πάνω από τα 2.200 μ., αρχίζουν τα υπαλπικά λιβάδια με χιονοστρώσεις, χλοώδεις βάλτοι με εδαφογένεση, υπαλπικοί λιθώνες και σχισμές βράχων.
Οι αρχαίες πληροφορίες για το φυσικό περιβάλλον είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως τα δέντρα. Ενδιαφέρουσες είναι οι γραπτές πληροφορίες για τα λιοντάρια που υπήρχαν στην περιοχή, για τους τεύθους στο ποτάμι του Δίου, για διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα κ.ά. Κατά την διάρκεια των ιστορικών χρόνων, ο Όλυμπος αποτέλεσε και αντικείμενο ερευνών των φυσικών επιστημών. Τα μετεωρολογικά του φαινόμενα ερευνήθηκαν ανεξάρτητα από τον μύθο, μερικά μάλιστα αποσπάσματα διασώθηκαν ως τις μέρες μας.
Υψηλότερη κορυφή είναι ο Μύτικας (2.918 μ.) που μαζί με το Στεφάνι και το Σκολειό, «τα τρία άκρα του Ουρανού όπου αι Μοίραι των Μοιρών» σχηματίζουν την κορυφαία του στέψη. Εξίσου επιβλητικό είναι το χάσμα στα «Μεγάλα Καζάνια», το πέτρινο δηλαδή αμφιθέατρο κάτω από το κορυφαίο του τμήμα που δημιουργήθηκε από τους παγετώνες, καθώς και όλα τα χάσματα των μεγάλων πτυχών όπου διέρχονται το Μαυρονέρι (βόρεια), ο Ενιππέας (κέντρο), η Ζηλιάνα (νότια), κ.ά.
Γεωγραφική μέτρηση για τον προσδιορισμό της θέσης του έγινε από τον Πτολεμαίο [ΙΙΙ 12, 16 (13, 19)]. Ο Όλυμπος, η Όσσα και το Πήλιο δίνονται στο γεωγραφικό πλάτος 39 20′. Η παλιότερη γνωστή υψομέτρηση έγινε από τον Ξεναγόρα στα προχριστιανικά χρόνια. Η μέτρηση αυτή για την οποία ο Πλούταρχος βεβαιώνει πως έγινε «μεθόδῳ και δι’ όργάνων» δεν απέδωσε το απόλυτο αλλά το σχετικό ύψος πάνω από το Πύθιο. Δεν είναι γνωστό ποια ήταν η κορυφή που μετρήθηκε. Ο Kurz θεωρεί πως η μέτρηση έγινε με βάση μια κορυφή των 2.618 μ. Το αποτέλεσμα ήταν αξιοσημείωτο, αν κρίνει κανείς από την αποτυχία των νεότερων (πριν από τον Kurz) μετρήσεων.
Ο κατεξοχήν επικός Όλυμπος, ο Ομηρικός και Ησιόδειος, είναι ο Μακεδονικός. Το όρος υψώνεται απότομα δίπλα στη θάλασσα με μέγιστο υψόμετρο 2.973μ. και με δεκάδες κορυφών άνω των 2.000μ., ο «πολυδειράς» και «πολύπτυχος» του έπους. Νοτιώτατο ακρωτήρι του είναι ο αρχαιολογικός χώρος των Λειβήθρων.
Το πάρκο των Λειβήθρων σχεδιάστηκε με σκοπό να εισάγει έναν εναλλακτικό τρόπο ανάπτυξης, με θεματικές περιοχές γύρω από τη φύση και την ιστορία του Ολύμπου. Αποβλέπει σε μια ζωντανή σχέση του σήμερα με το χθες και το κοινό τους φυσικό περιβάλλον. Στήριγμα και έμπνευση των στόχων του είναι ο ίδιος ο επιβλέπων Όλυμπος και ο μύθος του.
Ακόμη κι αν το όρος είχε άλλο όνομα, η ανάγκη της προστασίας του φυσικού/ιστορικού του περιβάλλοντος θα έπρεπε να είναι πρώτη προτεραιότητα κάθε αρμόδιου φορέα. Η ανάγκη αυτή πολλαπλασιάζεται εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που έχουν εξέχουσα σημασία για την ευρωπαϊκή ιστορία/αρχαιολογία/μυθολογία, αλλά και για όλες τις φυσικές επιστήμες που ασχολούνται με το περιβάλλον. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα μοναδικό μνημείο της ελληνικής ιστορίας και της φύσης, που επιπλέον έχει παγκόσμια ακτινοβολία.
Πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι μέγιστες περιοχές δεν επιδέχονται καμία επέμβαση, ενώ άλλες τίποτε περισσότερο από τη συντήρηση παλιών μονοπατιών, την ανάδειξη αρχαιοτήτων σήμερα απόκοσμων και την αποκαλυπτική γνωριμία με τη μαγεία του όρους.
Κείμενο: Έφη Πουλάκη Παντερμαλή
Χλωρίδα και Πανίδα Ολύμπου
Ο Εθνικός Δρυμός Ολύμπου αποτελεί τον πρώτο θεσμοθετημένο Εθνικό Δρυμό της Ελλάδας. Ανακηρύχθηκε το 1938 με Βασιλικό Διάταγμα, λόγω της υψηλής περιβαλλοντικής και οικολογικής του αξίας. Σκοπός της ίδρυσής του ήταν «…η διατήρηση στο διηνεκές του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, δηλαδή της άγριας χλωρίδας, της πανίδας και του φυσικού τοπίου, καθώς και των πολιτιστικών και άλλων αξιών της…». Το 1976 το Συμβούλιο της Ευρώπης συμπεριέλαβε τον Όλυμπο στο Ευρωπαϊκό δίκτυο Βιογενετικών Αποθεμάτων και το 1981 η UNESCO ενέταξε τον Όλυμπο στα «Αποθέματα της Βιόσφαιρας».
Το 1985 και το 1987 αντίστοιχα, κηρύχθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού ο Πιερικός και ο Θεσσαλικός Όλυμπος «ως αρχαιολογικός και ιστορικός τόπος». Ο Πιερικός Όλυμπος επαναοριοθετήθηκε το 2011 ως αρχαιολογικός χώρος, ενώ το 2014 θεσμοθετήθηκαν και αρχαιολογικές ζώνες απολύτου προστασίας.
Ο Όλυμπος έχει ενταχθεί στις Σημαντικές Περιοχές για την Ορνιθοπανίδα και μεγάλο μέρος του συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των περιοχών του Ευρωπαϊκού Δικτύου ΦΥΣΗ 2000 (Natura 2000).
Το 2002 ιδρύθηκε ο Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Ολύμπου, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 2003.
Η περιοχή του Εθνικού Δρυμού είναι από τις πλουσιότερες χλωριδικά περιοχές της Ελλάδας με περίπου 1700 είδη και υποείδη φυτών. Ανάμεσά σε αυτά, 187 έχουν χαρακτηριστεί ως σημαντικά, 80 θεωρούνται βαλκανικά ενδημικά, 37 ενδημικά της Ελλάδας, ενώ τα ενδημικά του Ολύμπου ανέρχονται σε 26. Ανάλογα με το υψόμετρο φύονται πανέμορφα αγριολούλουδα, όπως διάφορα είδη από ορχιδέες, ανεμώνες, ίριδες, καμπανούλες, γεράνια, κενταύριες, σαξιφράγκες, βιόλες, αλλά και θάμνοι και δέντρα όπως το πουρνάρι, η κουμαριά, ο άρκεθος, ο φράξος, το χρυσόξυλο, η μαύρη πεύκη, η υβριδογενής ελάτη, ο ίταμος, η οξιά, το ρόμπολο κ.ά.
Η πανίδα του Ολύμπου αποτελείται από αξιοσημείωτα σημαντικά, σπάνια και απειλούμενα είδη. Έχουν καταγραφεί 38 είδη θηλαστικών όπως το αγριόγιδο, το ζαρκάδι, ο λύκος, η αγριόγατα, ο ασβός, το κουνάβι, ο δασομυωξός, ο σκίουρος, ο λαγός, ο σκαντζόχοιρος, ο αγριόχοιρος, ενώ πρόσφατα επανεμφανίστηκε στον Όλυμπο η αρκούδα. Έχουν εντοπιστεί 156 είδη πτηνών, πολλά εκ των οποίων -ιδιαίτερα τα αρπακτικά- είναι σπάνια και προστατεύονται από διεθνείς οδηγίες και συμβάσεις. Ο χρυσαετός, ο φιδαετός, ο σφηκιάρης, η βαρβακίνα, το διπλοσαΐνο, η πετροπέρδικα, το ορτύκι, ο μαυροπελαργός, η κιτρινοκαλιακούδα, ο χουχουριστής, ο χιονοψάλτης, η χιονάδα, η τοιχοδρόμος, η ελατοπαπαδίτσα, και πολλά είδη δρυοκολάπτη, σταυρομύτη και δενδροβάτη, είναι μόνο μερικά από τα είδη που απαντώνται στην περιοχή. Επίσης έχουν παρατηρηθεί 32 είδη αμφιβίων και ερπετών, από τα οποία τα 24 προστατεύονται, όπως η κιτρινομπομπίνα, ο ελληνικός βάτραχος, ο μακεδονικός τρίτωνας, η τοιχογουστέρα, το αγιόφιδο, το νερόφιδο, η οχιά κ.ά. Σημαντικός είναι και ο αριθμός της εντομοπανίδας της περιοχής που ξεπερνάει τα 237 είδη, με προστατευόμενα είδη όπως ο ελαφοκάνθαρος- το μεγαλύτερο σκαθάρι της Ευρώπης, η πεταλούδα ζερύνθια η πολυξένη, το εντυπωσιακό λόγω μεγέθους οδοντόγναθο, o μπλε αυτοκράτορας και πολλά άλλα.
Κείμενο και φωτογραφίες: Θέμιδα Νασοπούλου, Διπλωματούχος Ξεναγός Εθνικών Δρυμών & Υγροτόπων (Οικοξεναγός), MSc Biodiversity